- ἐλαίωσις
- ἐλαί-ωσις, εως, ἡ,A treatment with oil or reduction to an oily consistency, in Alchemy, Zos.Alch. p.215 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαίωση — η (Α ἐλαίωσις) νεοελλ. 1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα 2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρού αρχ. 1. θεραπεία με λάδι 2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως… … Dictionary of Greek
ἐλαιώσεως — ἐλαιώσεω̆ς , ἐλαίωσις treatment with oil fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)